- ιππόδαμος
- ἱππόδαμος, -ον (Α)1. (κυρίως επίθ. ηρώων) ιπποδαμαστής* («ἱππόδαμοι ἥρωες», Πίνδ.)2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ίππόδαμοςπερίφημος Μιλήσιος αρχιτέκτονας και πατέρας τής πολεοδομίας που η ακμή του συμπίπτει με τα μέσα τού 5ου π.Χ. αιώνα, έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα πολλά χρόνια, επίσης στον Πειραιά, στη Ρόδο, στους Θούριους και αλλού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δαμος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. γυιό-δαμος, θειό-δαμος].
Dictionary of Greek. 2013.